- ἀνάμενε
- ἀνά̱μενε , ἀνάζωfut part mid masc voc sg (doric aeolic)ἀναμένωwait forpres imperat act 2nd sgἀναμένωwait forimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναμένω — ανάμεινα, περιμένω, καρτερώ: Χρόνια ανάμενε να γυρίσει ο αρραβωνιαστικός της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)